- ἐξάραγμα
- ἐξάραγμαneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξάραγμα — ἐξάραγμα, το (Α) [εξαράσσω] αυτό που προήλθε από θραύση, το θραύσμα, το σύντριμμα … Dictionary of Greek
ἐξαράγματα — ἐξάραγμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)